- ἐπιχωριάζεις
- ἐπιχωριάζωto be in the habit of visitingpres ind act 2nd sgἐπιχωριάζωto be in the habit of visitingpres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιχωριάζω — (AM ἐπιχωριάζω) [επιχώριος] 1. (για καταστάσεις, έθιμα κ.λπ.) είμαι συνηθισμένος, επικρατώ σε έναν τόπο («καὶ περὶ Ἀθήνας οὕτως ἐπεχωρίασεν ἡ αὐλητική») 2. (για ασθένεια) εκδηλώνομαι συνήθως ή συχνά («στις βαλτώδεις περιοχές επιχωριάζει η… … Dictionary of Greek